- σοδομισμός
- ο, Νσοδομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
σοδομία — σοδομία, η και σοδομισμός, ο παρά φύσιν συνουσία, ομοφυλοφυλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)